συμμετρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει συμμετρία: Συμμετρικά σχήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμετρικήν — συμμετρικός of moderate size fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
simétrico — ► adjetivo 1 De la simetría. 2 Que tiene simetría: ■ hizo un dibujo simétrico. * * * simétrico, a (del gr. «symmetrikós») adj. Se aplica a lo que tiene simetría: ‘Una figura [o una distribución] simétrica’. ⊚ Con respecto a un punto o elemento de … Enciclopedia Universal
ασυμμετρικός — ή, ό ο μη συμμετρικός … Dictionary of Greek
γαρμπόζος — α, ικο κομψός, συμμετρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. garboso «κανονικός, σύμμετρος»] … Dictionary of Greek
επιβλάστη — η 1. το τμήμα τής εξωβλάστης τού γαστριδίου που απομένει αφού αποχωριστεί η νευροβλάστη, από την οποία διαπλάσσεται το νευρικό σύστημα 2. μικρός συμμετρικός λοβός τής κοτυληδόνας στο έμβρυο τών αγρωστιδών … Dictionary of Greek
εύμετρος — εὔμετρος, ον (Α) 1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ εὐμέτρου», Αισχύλ.) 2. συμμετρικός στις αναλογίες 3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.) 4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο… … Dictionary of Greek
εύπλαστος — η, ο (Α εὔπλαστος, ον) 1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος 2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός 3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση 1. (με ενεργ.… … Dictionary of Greek